θαρσητικός

θαρσητικός
θαρσ-ητικός, ή, όν,
A courageous, Arist.Pr.947b26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαρσητικός — θαρσητικός, νεώτ. αττ. τ. θαρρητικός, ή, όν (Α) [θάρσος] πολύ θαρραλέος, γεμάτος θάρρος …   Dictionary of Greek

  • θαρρητικός — θαρρητικός, ή, όν (Α) νεώτ. αττ. τ. τού θαρσητικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”